I. crénelé (crénelée), crènelé (crènelée) [kʀenle] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
crénelé → créneler
II. crénelé (crénelée), crènelé (crènelée) [kʀenle] ΕΠΊΘ
1. crénelé muraille, tour:
- crénelé (crénelée)
-
2. crénelé ΒΟΤ:
- crénelé (crénelée) feuille
-
3. crénelé ΕΡΑΛΔ:
- crénelé (crénelée) blason
-
-
- crénelé
-
- crénelé
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.