I. corrélat|if (corrélative) [kɔʀelatif, iv] ΕΠΊΘ
1. corrélatif (lié à):
- corrélatif (corrélative)
- correlative (de to)
2. corrélatif ΓΛΩΣΣ:
- corrélatif (corrélative)
-
II. corrélat|if ΟΥΣ αρσ
corrélat|if αρσ ΓΛΩΣΣ:
-
- corrélatif αρσ
-
- corrélatif/-ive
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.