Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
concurrent|iel (concurrentielle) [kɔ̃kyʀɑ̃sjɛl] ΕΠΊΘ
- concurrentiel (concurrentielle)
-
-
- avantage αρσ concurrentiel
- competitive advantage, disadvantage
- concurrentiel/-ielle
στο λεξικό PONS
concurrentiel(le) [kɔ̃kyʀɑ̃sjɛl] ΕΠΊΘ
- concurrentiel(le)
-
concurrentiel(le) [ko͂kyʀɑ͂sjɛl] ΕΠΊΘ
- concurrentiel(le)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.