Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
circonspect (circonspecte) [siʀkɔ̃spɛ, ɛkt] ΕΠΊΘ
circonspect personne, attitude:
- circonspect (circonspecte)
-
στο λεξικό PONS
circonspect(e) [siʀkɔ̃spɛ(kt), ɛkt] ΕΠΊΘ
- circonspect(e)
-
-
- circonspect(e)
circonspect(e) [siʀko͂spɛ(kt), ɛkt] ΕΠΊΘ
- circonspect(e)
-
-
- circonspect(e)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.