Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. aventur|ier (aventurière) [avɑ̃tyʀje, ɛʀ] ΕΠΊΘ
aventurier esprit, humeur:
- aventurier (aventurière)
-
II. aventur|ier (aventurière) [avɑ̃tyʀje, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (gén)
- aventurier (aventurière) μειωτ
-
-
- aventurier/-ière αρσ/θηλ
- adventurer μειωτ
- aventurier αρσ
στο λεξικό PONS
aventurier (-ière) [avɑ̃tyʀje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- aventurier (-ière)
-
-
- aventurier(-ère) αρσ (θηλ)
aventurier (-ière) [avɑ͂tyʀje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- aventurier (-ière)
-
-
- aventurier(-ère) αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- aven
- avenant
- avènement
- avenir
- avent
- aventurier
- aventurisme
- aventuriste
- avenu
- avenue
- avéré