

- accusateur (accusatrice)
- accusing προσδιορ
- accusateur (accusatrice)
-
- accusateur (accusatrice)
-
- accusateur public ΙΣΤΟΡΊΑ
-




- accusateur (-trice)
-




- accusateur (-trice)
-


Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- accueillir
- acculer
- acculturation
- accumulateur
- accumulation
- accusatrice
- accusé
- accuser
- ace
- acerbe
- acéré