accusatory [βρετ əˈkjuːzət(ə)ri, αμερικ əˈkjuzəˌtɔri] ΕΠΊΘ
- accusatory
-
-
- accusatory
- accusateur (accusatrice)
- accusatory
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.