I. pre·limi·nary [prɪˈlɪmɪnəri] ΕΠΊΘ προσδιορ
II. pre·limi·nary [prɪˈlɪmɪnəri] ΟΥΣ
1. preliminary:
- preliminary (introduction)
- uvod αρσ
- preliminary (preparation)
-
2. preliminary ΑΘΛ (heat):
- preliminary
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.