I. mor·tal [ˈmɔ:təl] ΕΠΊΘ
2. mortal (human):
- mortal
-
3. mortal (temporal):
- mortal
-
4. mortal (fatal):
- mortal
-
- mortal
-
5. mortal (implacable):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.