I. maxi·mum [ˈmæksɪməm] ΕΠΊΘ προσδιορ
- maximum
-
- maximum
-
II. maxi·mum <-ima [or -s]> [ˈmæksɪməm] ΟΥΣ [-ɪmə]
- maximum
- maksimum αρσ
III. maxi·mum [ˈmæksɪməm] ΕΠΊΡΡ
- maximum
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.