al·mighty [ɔ:lˈmaɪti] ΕΠΊΘ
1. almighty ΘΡΗΣΚ:
- almighty
-
2. almighty οικ (huge):
- almighty
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.