στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
watercolour, watercolor [βρετ ˈwɔːtəkʌlə, αμερικ ˈwɔdərˌkələr, ˈwɑdərˌkələr] ΟΥΣ ΤΈΧΝΗ
1. watercolour (paint):
2. watercolour (painting):
-
- watercolour βρετ
-
- watercolor αμερικ
-
- watercolour βρετ
-
- watercolor αμερικ
-
- watercolour βρετ
-
- watercolor αμερικ
στο λεξικό PONS
I. watercolor ΟΥΣ
-
- acquarello αρσ
II. watercolor ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.