 
  
 untameable [βρετ ʌnˈteɪməb(ə)l, αμερικ ˌənˈteɪməb(ə)l], untamable ΕΠΊΘ
1. untameable:
-  untameable lion, tiger
-  
-  untameable bird, fox
-  
2. untameable μτφ passion, spirit:
 
  
 -  
-  untamable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
