

I. unsexed [βρετ ʌnˈsɛkst, αμερικ ˌənˈsɛkst] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
unsexed → unsex
II. unsexed [βρετ ʌnˈsɛkst, αμερικ ˌənˈsɛkst] ΕΠΊΘ
unsexed animal:
- unsexed
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.