στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
unimpeachable [βρετ ʌnɪmˈpiːtʃəb(ə)l, αμερικ ˌənəmˈpitʃəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- unimpeachable
-
- unimpeachable ΝΟΜ witness
-
- irrecusabile testimone, giudice, testimonianza
- unimpeachable
- incontestabile sovranità, testimone
- unimpeachable
στο λεξικό PONS
unimpeachable [ˌʌn·ɪm·ˈpi:·tʃə·bl] ΕΠΊΘ τυπικ
- unimpeachable
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.