unimpeachably [βρετ ˌʌnɪmˈpiːtʃəbli, αμερικ ˌənəmˈpitʃəbli] ΕΠΊΡΡ
- unimpeachably
-
- unimpeachably ΝΟΜ
-
-
- unimpeachably
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.