unerringly [βρετ ʌnˈəːrɪŋli, αμερικ ˌənˈɛ(ə)rɪŋli] ΕΠΊΡΡ
- unerringly accurate
-
- unerringly judge
-
- unerringly aim, go, head for
-
-
- unerringly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.