στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 unequalled, unequaled [βρετ ʌnˈiːkw(ə)ld, αμερικ ˌənˈikwəld] ΕΠΊΘ
-  unequalled achievement, quality, record
-  
-  unequalled person
-  
 
  
 -  
-  unequalled βρετ
-  
-  unequalled βρετ
-  incomparabile persona
-  unequalled βρετ
-  insuperabile persona
-  unequalled βρετ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
