στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia


I. undercover [βρετ ʌndəˈkʌvə, ˈʌndəkʌvə, αμερικ ˌəndərˈkəvər] ΕΠΊΘ
undercover activity, organization:
- undercover
-
II. undercover [βρετ ʌndəˈkʌvə, ˈʌndəkʌvə, αμερικ ˌəndərˈkəvər] ΕΠΊΡΡ
- undercover
-


- sotterraneo manovre, accordi
- undercover
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.