 
  
 theoretical [βρετ θɪəˈrɛtɪk(ə)l, αμερικ θiəˈrɛdək(ə)l], theoretic [ˌθɪəˈretɪk] ΕΠΊΘ
1. theoretical (pertaining to theory, ideal):
2. theoretical ΦΙΛΟΣ:
3. theoretical (speculative):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
 
  
 