theoretic [αμερικ θiəˈrɛdɪk, βρετ θɪəˈrɛtɪk] ΕΠΊΘ
theoretic → theoretical
theoretical [αμερικ θiəˈrɛdək(ə)l, βρετ θɪəˈrɛtɪk(ə)l] ΕΠΊΘ
1. theoretical mechanics/knowledge/course:
2. theoretical (hypothetical):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.