στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. subjective [βρετ səbˈdʒɛktɪv, αμερικ səbˈdʒɛktɪv] ΕΠΊΘ
1. subjective (personal or biased):
- subjective
-
2. subjective ΓΛΩΣΣ:
II. subjective [βρετ səbˈdʒɛktɪv, αμερικ səbˈdʒɛktɪv] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
- subjective
-
-
- subjective
στο λεξικό PONS
subjective [səb·ˈdʒek·tɪv] ΕΠΊΘ
- subjective
- soggettivo, -a
- soggettivo (-a)
- subjective
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.