propulsive [βρετ prəˈpʌlsɪv, αμερικ prəˈpəlsɪv], propulsory [prəˈpʌlsərɪ] ΕΠΊΘ
- propulsive force, power
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.