I. precipitant [βρετ prɪˈsɪpɪt(ə)nt, αμερικ priˈsɪpədənt] ΟΥΣ ΧΗΜ
- precipitant
- precipitante αρσ
II. precipitant [βρετ prɪˈsɪpɪt(ə)nt, αμερικ priˈsɪpədənt] ΕΠΊΘ τυπικ (hasty)
- precipitant decision, departure
-
- precipitant person
-
-
- precipitant
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.