I. passional [βρετ ˈpaʃ(ə)n(ə)l, αμερικ ˈpæʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
- passional
-
II. passional [βρετ ˈpaʃ(ə)n(ə)l, αμερικ ˈpæʃ(ə)n(ə)l] ΟΥΣ (book)
- passional
- passionario αρσ
-
- passional
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.