I. outworn [βρετ ˈaʊtwɔːn, αμερικ ˌaʊtˈwɔrn] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
outworn → outwear
II. outworn [βρετ ˈaʊtwɔːn, αμερικ ˌaʊtˈwɔrn] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.