στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. mulatto [βρετ m(j)uːˈlatəʊ, αμερικ m(j)ʊˈlɑdoʊ] παρωχ or προσβλ ΕΠΊΘ
-  mulatto
-  mulatto
II. mulatto <πλ mulattos, mulattoes> [βρετ m(j)uːˈlatəʊ, αμερικ m(j)ʊˈlɑdoʊ] παρωχ or προσβλ ΟΥΣ
-  mulatto
-  
στο λεξικό PONS
-  mulatto (-a)
-  mulatto
-  mulatto (-a)
-  mulatto
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- muggy
- mugho pine
- mugshot
- mug up
- mugwump
- mulatto
- mulberry
- mulch
- mulct
- mule
- mule driver
 
  
 