στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
inhospitable [βρετ ˌɪnhɒˈspɪtəb(ə)l, ɪnˈhɒspɪtəb(ə)l, αμερικ ˌɪnhɑˈspɪdəb(ə)l, ɪnˈhɑspɪdəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- inhospitable country, person
-
- inhospitable climate
-
- inhospitable behaviour
-
στο λεξικό PONS
inhospitable [ɪn·ˈhɑ:s·pɪ·t̬ə·bl] ΕΠΊΘ
inhospitable attitude, place:
- inhospitable
-
-
- inhospitable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.