στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
infamous [βρετ ˈɪnfəməs, αμερικ ˈɪnfəməs] ΕΠΊΘ
- infamous person
-
- infamous conduct
-
-
- infamous
-
- infamous, notorious
-
- infamous
-
- infamous
- infame individuo
- infamous
- infame crimine
- infamous
- obbrobrioso comportamento
- infamous
-
- infamous
-
- infamous
στο λεξικό PONS
infamous [ˈɪn·fə·məs] ΕΠΊΘ (notorious)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.