impiously [βρετ ɪmˈpɪʌəsli, ˈɪmpɪəsli, αμερικ ˈɪmpiəsli, ɪmˈpaɪəsli] ΕΠΊΡΡ
1. impiously ΘΡΗΣΚ:
- impiously
-
2. impiously (disrespectfully):
- impiously
-
-
- impiously
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.