impetuously [βρετ ɪmˈpɛtjʊəsli, αμερικ ɪmˈpɛtʃ(u)əsli] ΕΠΊΡΡ
-  impetuously
 -  
 
-  impetuously generous
 -  
 
 
 -  impetuosamente scorrere, soffiare
 -  impetuously
 
-  impetuosamente attaccare, agire
 -  impetuously
 
-  
 -  impetuously
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.