impiously [βρετ ɪmˈpɪʌəsli, ˈɪmpɪəsli, αμερικ ˈɪmpiəsli, ɪmˈpaɪəsli] ΕΠΊΡΡ
2. impiously (disrespectfully):
- impiously
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.