Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
implacable [βρετ ɪmˈplakəb(ə)l, αμερικ ɪmˈplækəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- implacable
- implacable
- implacable logique
- implacable
- implacable négociateur, critique
- implacable
- irréductible opposition, volonté
- implacable
στο λεξικό PONS
implacable [ɪmˈplækəbl] ΕΠΊΘ τυπικ
- implacable
- implacable
- implacable thirst
-
- implacable ennemi, juge, destin
- implacable
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.