hallucinative [həˈluːsɪnətɪv] ΕΠΊΘ
hallucinative → hallucinatory
hallucinatory [βρετ həˈluːsɪnəˌt(ə)ri, αμερικ həˈlusənəˌtɔri] ΕΠΊΘ
1. hallucinatory drug, substance, effect:
2. hallucinatory:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.