fatly [βρετ ˈfatli, αμερικ ˈfætli] ΕΠΊΡΡ
1. fatly (richly):
- fatly
-
- fatly
-
2. fatly (heavily):
- fatly
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.