enchantingly [βρετ ɪnˈtʃɑːntɪŋli, αμερικ ɪnˈtʃæn(t)ɪŋli, ɛnˈtʃæn(t)ɪŋli] ΕΠΊΡΡ
enchantingly sing, dance, smile:
- enchantingly
-
-
- enchantingly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.