I. double-glazed [βρετ ˌdʌb(ə)lˈɡleɪzd, αμερικ ˌdəb(ə)lˈɡleɪzd] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
double-glazed → double-glaze
II. double-glazed [βρετ ˌdʌb(ə)lˈɡleɪzd, αμερικ ˌdəb(ə)lˈɡleɪzd] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.