στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
 
  
 I. connective [βρετ kəˈnɛktɪv, αμερικ kəˈnɛktɪv] ΕΠΊΘ
connective tissue:
-  connective
-  
II. connective [βρετ kəˈnɛktɪv, αμερικ kəˈnɛktɪv] ΟΥΣ
-  connective ΓΛΩΣΣ, ΒΙΟΛ
-  connettivo αρσ
 
  
 στο λεξικό PONS
-  
-  connective tissue
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
