I. commensal [βρετ kəˈmɛns(ə)l, αμερικ kəˈmɛnsəl] ΟΥΣ
1. commensal:
- commensal
- commensale αρσ θηλ
2. commensal ΒΙΟΛ:
- commensal
- commensale αρσ
II. commensal [βρετ kəˈmɛns(ə)l, αμερικ kəˈmɛnsəl] ΕΠΊΘ
1. commensal pleasures:
- commensal
-
2. commensal ΒΙΟΛ:
- commensal
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.