στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
collectables [βρετ kəˈlɛktəb(ə)lz, αμερικ kəˈlɛktəb(ə)lz] ΟΥΣ npl
- collectables
-
collectable [βρετ kəˈlɛktəb(ə)l, αμερικ kəˈlɛktəb(ə)l] ΕΠΊΘ
- to be very collectable rare objects:
-
στο λεξικό PONS
I. collectable [kə·ˈlek·tə·bl] ΕΠΊΘ
II. collectable [kə·ˈlek·tə·bl] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.