catechetical [βρετ ˌkatɪˈkɛtɪk(ə)l, αμερικ ˌkædəˈkɛdək(ə)l] ΕΠΊΘ
1. catechetical → catechetic
2. catechetical method:
- catechetical
-
catechetic [βρετ ˌkatɪˈkɛtɪk, αμερικ ˌkædəˈkɛdɪk] ΕΠΊΘ
-
- catechetical
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.