benefice [βρετ ˈbɛnɪfɪs, αμερικ ˈbɛnəfəs] ΟΥΣ
- benefice
- beneficio αρσ
- benefice ΘΡΗΣΚ
-
- beneficio, anche beneficio ecclesiastico
- benefice
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.