amaranthine [βρετ ˌaməˈranθʌɪn, αμερικ ˌæməˈrænθ(ə)n, ˌæməˈrænˌθaɪn] ΕΠΊΘ
2. amaranthine λογοτεχνικό:
- amaranthine
-
- amaranthine
-
-
- amaranthine
-
- amaranthine
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.