homo <πλ homos> [βρετ ˈhəʊməʊ, αμερικ ˈhoʊmoʊ] ΟΥΣ αμερικ οικ, προσβλ
I. homosexual [βρετ ˌhɒmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, ˌhəʊmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, αμερικ ˌhoʊməˈsɛkʃ(u)əl] ΕΠΊΘ
II. homosexual [βρετ ˌhɒmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, ˌhəʊmə(ʊ)ˈsɛkʃʊəl, αμερικ ˌhoʊməˈsɛkʃ(u)əl] ΟΥΣ
-
- omosessuale αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.