I. Alaskan [βρετ əˈlask(ə)n, αμερικ əˈlæsk(ə)n] ΕΠΊΘ
- Alaskan
-
II. Alaskan [βρετ əˈlask(ə)n, αμερικ əˈlæsk(ə)n] ΟΥΣ
- Alaskan
-
- Alaskan
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.