Oxford Spanish Dictionary
transcendent [αμερικ ˌtræn(t)ˈsɛnd(ə)nt, βρετ tranˈsɛnd(ə)nt, ˌtrɑːnˈsɛnd(ə)nt] ΕΠΊΘ
transcendent λογοτεχνικό:
- transcendent deity/experience
-
- transcendent concept
-
-
- transcendent
στο λεξικό PONS
transcendent [trænˈsendənt] ΕΠΊΘ
- transcendent
-
transcendent [træn·ˈsen·dənt] ΕΠΊΘ
- transcendent
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.