transactional [αμερικ trænˈzækʃən(ə)l, træn(t)ˈsækʃən(ə)l, βρετ tranˈzakʃ(ə)n(ə)l, trɑːnˈzakʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
transactional analysis/volume:
- transactional
-
-
- transactional
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.