Oxford Spanish Dictionary
torrid [αμερικ ˈtɔrəd, ˈtɑrəd, βρετ ˈtɒrɪd] ΕΠΊΘ
1. torrid:
- torrid climate/heat/zone
-
- torrid affair/relationship
-
- torrid affair/relationship
-
- torrid novel/story
-
2. torrid βρετ session/start:
- torrid
-
- torrid
-
στο λεξικό PONS
- tórrido (-a)
- torrid
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.