I. telnet [αμερικ ˈtɛlˌnɛt, βρετ ˈtɛlnɛt] ΟΥΣ
- telnet
- telnet αρσ
II. telnet [αμερικ ˈtɛlˌnɛt, βρετ ˈtɛlnɛt] ΡΉΜΑ αμετάβ
- telnet
- conectarse mediante telnet
- telnet
- telnet
- conectarse mediante telnet
- to telnet
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.