Oxford Spanish Dictionary
streaky <streakier streakiest> [αμερικ ˈstriki, βρετ ˈstriːki] ΕΠΊΘ
1. streaky (uneven):
2. streaky βρετ ΜΑΓΕΙΡ:
- streaky pork
-
3. streaky (unpredictable) αμερικ:
- streaky οικ
-
στο λεξικό PONS
streaky <-ier, -iest> [ˈstri:ki] ΕΠΊΘ
- streaky bacon βρετ
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- streaky bacon βρετ